όμοιος

όμοιος
-α, -ο (ΑΜ ὅμοιος, -οία, -ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, -α, -ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, -α, -ον)
1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάποιου άλλου, παρόμοιος, παραπλήσιος, παρεμφερής (α. «όμοιοι χαρακτήρες» β. «ὅμοιόν τινα Θρασυδαίῳ ἀποκτείναντες ᾤοντο Θρασυδαῑον ἀπεκτονέναι», Ξεν.)
2. ταυτόσημος, ίδιος, απαράλλαχτος («ἐν καὶ ὅμοιον», Πλάτ.)
3. ο ίσος ως προς την ισχύ, ισοδύναμος
4. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί ή αυτός που χαρακτηρίζει όλους, κοινός («όμοια τύχη»)
5. (για αριθ.) αυτός που αποτελεί το γινόμενο δύο ίσων παραγόντων
6. φρ. α) «όμοιος ομοίω αεί πελάζει» — άτομα με κοινά γνωρίσματα από κάθε άποψη, όπως λ.χ., χαρακτήρα, μόρφωση, ενδιαφέροντα, συμφέροντα, κοινωνική θέση, ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση, αναπτύσσουν αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους
β) «ανταποδίδω τα όμοια» — εκδικούμαι στον ίδιο βαθμό ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο
γ) «όμοια σχήματα»
μαθ. σχήματα τα οποία έχουν τον ίδιο αριθμό πλευρών και γωνιών και, ειδικότερα, έχουν τις πλευρές ανάλογες και τις γωνίες ίσες
7. (η αιτ. ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) όμοιο(ν) και όμοια και αρχ., ὁμοῑον, ὁμοῑα
α) κατά τον ίδιο τρόπο
β) με παρόμοιο τρόπο, παρομοίως
νεοελλ.
παροιμ. α) «τον όμοιο σου συμπέθερο και τον κάλλιο σου κουμπάρο» — η συναναστροφή με ανώτερους ανθρώπους είναι πάντοτε αναγκαία
β) «ο όμοιος τον όμοιο(ν) (αγαπά) κι η κοπριά τα λάχανα» — οι άνθρωποι κατώτερου ήθους επιδιώκουν και αρέσκονται να συναναστρέφονται ο ένας τον άλλο
(αρχ,)1. (για πράγματα) αυτός πού είναι σύμφωνος με κάτι, που αρμόζει σε κάτι
2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη ή αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με κάποιον άλλο, ισότιμος
3. το αρσ. ως ουσ. οἱ ὅμοιοι
(ιδίως στη Σπάρτη) πολίτες οι οποίοι ανήκαν στην τάξη τών ευγενών και είχαν το δικαίωμα να κατέχουν δημόσια αξιώματα
4. ίσος («τὸ ὅμοιον ἀνταποδίδοντες ἐτιμώρεον», Ηρόδ.)
5. φρ. α) «ὡς ἐπὶ τῶν ὁμοίων» — σε όμοιες περιπτώσεις
β) «ἐν τῷ ὁμοίω» — σε όμοια περίπτωση
γ) «ἐκ τοῡ ὁμοίου» ή «ἐκ τῶν ὁμοίων»
i) με όμοιο τρόπο
ii) με ίσους όρους
δ) «ὁμοῑον ἡμῑν ἔσται» — θα μάς είναι αδιάφορο
ε) «ἐν ὁμοίῳ ποιεῑσθαί τι» — το να θεωρεί κανείς κάτι εξίσου έντιμο
στ) «ὅμοιον εἰπεῑν» — κατά προσέγγιση, περίπου.
επίρρ...
ομοίως και όμοια (ΑΜ ὁμοίως)
1. με τον ίδιο τρόπο
2. επίσης, εξίσου
αρχ.
1. όμως («οἱ μὲν δὴ πιεζόμενοι ὁμοίως τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.)
2. φρ. «ὁμοίως ἔχειν» — το να είναι κανείς όμοιος με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομο-ιος < ὁμός + κατάλ. -ιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοῖος — ὅμοιος like masc nom sg (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμοιος — like masc nom sg (attic ionic) ὁμοῖος like masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμοιος — α, ο επίρρ. α αυτός που έχει τα ίδια γνωρίσματα, τα ίδια χαρακτηριστικά, ο ίδιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιότερον — ὅμοιος like adverbial comp (attic epic ionic) ὅμοιος like masc acc comp sg (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp sg (attic epic ionic) ὅμοιος like adverbial comp ὅμοιος like masc acc comp sg ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτάτων — ὅμοιος like fem gen superl pl (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/neut gen superl pl (attic epic ionic) ὅμοιος like fem gen superl pl ὅμοιος like masc/neut gen superl pl ὁμοῖος like fem gen superl pl ὁμοῖος like masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτέρων — ὅμοιος like fem gen comp pl (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/neut gen comp pl (attic epic ionic) ὅμοιος like fem gen comp pl ὅμοιος like masc/neut gen comp pl ὁμοῖος like fem gen comp pl ὁμοῖος like masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότατα — ὅμοιος like adverbial superl (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl pl (attic epic ionic) ὅμοιος like adverbial superl ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl pl ὁμοῖος like adverbial superl ὁμοῖος like neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότατον — ὅμοιος like masc acc superl sg (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl sg (attic epic ionic) ὅμοιος like masc acc superl sg ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl sg ὁμοῖος like masc acc superl sg ὁμοῖος like neut nom/voc/acc superl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίω — ὅμοιος like masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/neut gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ὅμοιος like masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὅμοιος like masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ὁμοῖος like masc/neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίως — ὅμοιος like adverbial (attic epic ionic) ὅμοιος like masc acc pl (attic epic doric ionic) ὅμοιος like adverbial ὅμοιος like masc/fem acc pl (doric) ὁμοῖος like adverbial ὁμοῖος like masc acc pl (doric) ὁμοιόω make like imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”